- ὑγρότητος
- ὑγρότηςwetnessfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
ένδοση — η (AM ἔνδοσις) υποχώρηση αρχ. 1. (για αρρώστια) ελάττωση, ύφεση 2. χαλάρωση («ἐνδόσει τινὶ τόνου», Πλούτ.) 3. υποχώρηση, καθίζηση («στερεὰν γὰρ οὖσαν, παλαιουμένην οὐκ εἰς τὸ κάτω τὴν ἔνδοσιν λαμβάνειν», Στράβ.) 4. αποχώρηση, υποχώρηση στρατού 5 … Dictionary of Greek
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek
πλεονασμός — ο, ΝΜΑ [πλεονάζω] το αποτέλεσμα τού πλεονάζω, πλεόνασμα, περίσσευμα («πλεονασμὸς ὑγρότητος», Αριστοτ.) 2. γραμμ. τρόπος έκφρασης κατά τον οποίο ο ομιλητής ή συγγραφέας επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία … Dictionary of Greek
υπόλειμμα — το / ὑπόλειμμα, είμματος, ΝΜΑ [ὑπολείπω] καθετί που μένει ως υπόλοιπο, απομεινάρι (α. «έφαγε ό,τι υπόλειμμα φαγητού βρήκε» β. «ὑπολείμματα πολλὰ ὑγρότητος γονίμου», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. (γεωπ.) η ποσότητα φυτοφαρμάκων που παραμένει μέσα στους… … Dictionary of Greek